- κατανόημα
- κατανόημαpurposeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατανόημα — κατανόημα, τὸ (Α) [κατανοώ] επινόημα, εφεύρεση («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek